- σύλλημμα
- τὸ, Α [συλλαμβάνω]αυτό που έχει συλληφθεί στην κοιλιά τής γυναίκας, το έμβρυο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύλλημμα — συλλημμα foetus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλημμάτων — συλλημμα foetus neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)